ραδιολογία

ραδιολογία
η, Ν
κλάδος τής φυσικής ο οποίος έχει ως αντικείμενο έρευνας τη μελέτη και τις εφαρμογές τού ραδίου και τών ραδιενεργών σωμάτων, η ακτινοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiology (< λατ. radius «ακτίνα» + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραδιολογία — η έρευνα των ιδιοτήτων και εφαρμογών του ραδίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραδιολογικός — ή, ό, Ν [ραδιολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιολογία. επίρρ... ραδιολογικώς και ραδιολογικά Ν με ραδιολογικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ραδιολόγος — ο, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στη ραδιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiologist < radiology (βλ. ραδιολογία)] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… …   Dictionary of Greek

  • ραδιολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικευμένος στη ραδιολογία (βλ. λ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”